ψηλαφητός — that can be felt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηλαφητός — ή, ό / ψηλαφητός, ή, όν, ΝΜΑ [ψηλαφώ] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ψηλαφήσει, να αγγίξει με τα δάχτυλά του, υπαρκτός, απτός (α. «ψηλαφητό πράγμα» β. «ψηλαφητὴ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις», Γρηγ. Νύσσ.) νεοελλ. μτφ. προφανής, ολοφάνερος («ψηλαφητή… … Dictionary of Greek
ψηλαφητόν — ψηλαφητός that can be felt masc acc sg ψηλαφητός that can be felt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηλαφητοί — ψηλαφητός that can be felt masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηλαφητῆς — ψηλαφητός that can be felt fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηλαφητή — ψηλαφητός that can be felt fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηλαφητῷ — ψηλαφητός that can be felt masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηλαφητά — ψηλαφητά̱ , ψηλαφητής one who feels masc nom/voc/acc dual ψηλαφητής one who feels masc voc sg ψηλαφητής one who feels masc nom sg (epic) ψηλαφητός that can be felt neut nom/voc/acc pl ψηλαφητά̱ , ψηλαφητός that can be felt fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηλαφητῶν — ψηλαφητής one who feels masc gen pl ψηλαφητός that can be felt fem gen pl ψηλαφητός that can be felt masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απτός — ή, ό (AM ἀπτός, ή, όν) [άπτω] ο χειροπιαστός, ο ψηλαφητός … Dictionary of Greek